Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλιχός — γλιχός, ο (Α) [γλίχομαι] 1. γλίσχρος* 2. περίεργος … Dictionary of Greek
φιλογλιχώ — έω, Α είμαι διεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γλιχῶ (< γλιχός «περίεργος» < γλίχομαι «επιθυμώ, επιμένω»)] … Dictionary of Greek